- ζωογράφος
- ζωο-γράφος [ᾰ], ον, poet. for ζωγρ-, Theoc.15.81 (A v.l. ζῳο-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωογράφος — ο (Α ζωογράφος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. ο ζωογράφος α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2) αρχ. μτγν. τ. αντί… … Dictionary of Greek
ζωογράφοι — ζωογράφος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογράφου — ζωογράφος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωογραφία — η (Α ζωογραφία) [ζωογράφος] νεοελλ. 1. η απεικόνιση ζώων 2. ζωολ. το τμήμα τής ζωολογίας που ασχολείται με την περιγραφή τών ζώων αρχ. μτγν. τ. αντί ζωγραφιά … Dictionary of Greek
zoographist — zōogˈrapher or zōogˈraphist noun • • • Main Entry: ↑zoo * * * zoˈographist rare 0. [f. Gr. ζῳογράϕος (see zoograph) + ist.] = zoographer. in Ash. [Hence in later Dicts.] … Useful english dictionary